- ὀπῆς
- ὀπάζωmake to followfut ind act 2nd sg (doric)ὀπήopeningfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατρητική μηχανή — Μηχανή για τη διάτρηση χωμάτων, βράχων, τοίχων κλπ. Ανάλογα με τη μέθοδο διάτρησης διαιρούνται σε κρουστικές και σε περιστροφικές δ.μ. Αντίθετα, αναφορικά με την πηγή ενέργειάς τους, διαιρούνται σε δ.μ. πεπιεσμένου αέρα, νερού υπό πίεση και σε… … Dictionary of Greek
διάτρηση — Διατρύπηση ιστού ή οργάνου που οφείλεται σε τραυματισμό ή σε παθολογικό αίτιο. Όταν συντελείται σε κοίλο όργανο της κοιλιακής χώρας, επιτρέπει την είσοδο σε αυτήν υγρών, αέρα ή και των δύο. Η κατάσταση αυτή συνήθως προκαλεί ξαφνικό, έντονο πόνο,… … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ανοχή, κατασκευαστική — Ένα σύνολο τιμών που καθορίζεται από δύο όρια (ανώτερο και κατώτερο), μέσα στο οποίο μπορεί να κυμανθεί η διαφορά μεταξύ της διάστασης του σχεδίου ενός προς κατασκευή τεμαχίου και της διάστασης που πραγματικά επιτεύχθηκε κατά την κατασκευή. Η… … Dictionary of Greek
окъньце — ОКЪНЬЦ|Е (33), А с. 1.Небольшое отверстие, дыра; просвет в чем л.; Аще кото въ чюж(д)еи стѣнѣ по ноꙊж(д)и ѡконьце сътворить. принѹж(д)енъ бѹдеть своимь изданиѥмь. по древьнемѹ ѡбразѹ ѹстроити стѣнѹ. (ϑυρίδα) КР 1284, 319в; и затворисѧ в печерѣ…… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
βούλλωμα — το (Μ βούλλωμα) η σφράγιση, το σφράγισμα, η επίθεση σφραγίδας νεοελλ. 1. το σκέπασμα, το πώμα 2. η τοποθέτηση του σκεπάσματος, το κλείσιμο 3. η κάλυψη οπής. [ΕΤΥΜΟΛ. βούλλωμα < μσν. βούλλωμα < μσν. βουλλώνω βλ. λ.] … Dictionary of Greek
γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… … Dictionary of Greek